απεριγέλαστος

απεριγέλαστος
-η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν περιγέλασαν, ο ακορόιδευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απεριγέλαστος — η, ο επίρρ. α ακορόιδευτος: Στην αρχή νόμισε πως μπορούσε να γελάσει μαζί του, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι είχε να κάνει με άνθρωπο απεριγέλαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάγχαστος — η, ο και ος, ον [καγχάζω] 1. αυτός για τον οποίο δεν κάγχασε κανείς απεριγέλαστος, ακορόιδευτος 2. αυτός που δεν κάγχασε για κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακάγχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν κάγχασε: Ήταν ο μόνος που είχε μείνει ακάγχαστος. 2. αυτός για τον οποίο δεν κάγχασαν, απεριγέλαστος: Στο τέλος κι εκείνος ακόμη δεν έμεινε ακάγχαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απερίπαιχτος, -η — ο επίρρ. α απεριγέλαστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχλεύαστος — η, ο αυτός που δε χλευάστηκε, ο απεριγέλαστος: Είχε το ελάττωμα να μην αφήνει άνθρωπο αχλεύαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”